στουπιάζω — Ν [στουπί] (για καρπούς ή φαγητά) χάνω τη γευστικότητά μου, είμαι άνοστος … Dictionary of Greek
στουπιάζω — γίνομαι σαν στουπί: Στούπιασαν τα αχλάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)